Με την Αριθμ. Πρωτ. 403 ΕΞ 22.5.2018 του ΣΛΟΤ με θέμα " Λογιστική Παρακολούθηση Υποκαταστήματος " η απάντηση σε σχετικό ερώτημα είναι.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Όπως έχουμε αιτιολογήσει και σε προηγούμενη γνωμοδότησή μας (ΣΛΟΤ Α.Π. 55/20.03.2018), παρόλο που από τις διατάξεις του νόμου 4308/2014 (ΕΛΠ), δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα, αυτονόητο είναι ότι η λογιστική παρακολούθηση τους, μπορεί να διενεργείται από το λογιστικό σύστημα της οντότητας, «σύμφωνα με τις καθιερωμένες λογιστικές πρακτικές» (Λογιστική Οδηγία ΕΛΤΕ, παρ. 3.1).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Όπως έχουμε αιτιολογήσει και σε προηγούμενη γνωμοδότησή μας (ΣΛΟΤ Α.Π. 55/20.03.2018), παρόλο που από τις διατάξεις του νόμου 4308/2014 (ΕΛΠ), δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα, αυτονόητο είναι ότι η λογιστική παρακολούθηση τους, μπορεί να διενεργείται από το λογιστικό σύστημα της οντότητας, «σύμφωνα με τις καθιερωμένες λογιστικές πρακτικές» (Λογιστική Οδηγία ΕΛΤΕ, παρ. 3.1).
Ως γνωστόν, οι λογιστικές πρακτικές, στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρονται
στην λειτουργία των υποκαταστημάτων, είτε μέσω της εξαρτημένης λογιστικής
παρακολούθησης, είτε στο πλαίσιο της λογιστικής αυτοτέλειας.
Εξάλλου, ο τίτλος του προτεινόμενου, από το Σχέδιο Λογαριασμών (ΕΛΠ),
πρωτοβάθμιου λογαριασμού: 81 «Δοσοληπτικοί λογαριασμοί υποκαταστημάτων
αυτοτελούς παρακολούθησης», παραπέμπει στην λειτουργία του λογαριασμού 48
«Λογαριασμοί συνδέσμου με υποκαταστήματα», του ΕΓΛΣ, όπου με σαφήνεια
διατυπώνεται η σχετική λογιστική διαδικασία (παρ. 2.2.113 και 2.2.600 έως και
2.2.612, ΕΓΛΣ).
Ακολούθως, αυτονόητο είναι ότι η διοίκηση της οντότητας μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε από τις παραπάνω λογιστικές μεθόδους για ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα, με στόχο πάντα στο τέλος της χρήσης όλα τα δεδομένα να ενσωματώνονται στο λογιστικό σύστημα της έδρας. Υφίσταται δηλαδή η διακριτική ευχέρεια για την διοίκηση, να επιλέξει την τήρηση της εξαρτημένης λογιστικής παρακολούθησης για ένα υποκατάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι οι λογιστικές εγγραφές των συναλλαγών του υποκαταστήματος θα διενεργούνται στο πλαίσιο του λογιστικού συστήματος της έδρας σε ιδιαίτερους υπολογαριασμούς, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες κάθε φορά πληροφορίες, ενώ για άλλο υποκατάστημα να επιλεγεί η λογιστική αυτοτέλεια και επομένως, τόσο η λογιστική «επικοινωνία» με την έδρα, όσο και η ενσωμάτωση του αποτελέσματος της περιόδου, κατά το κλείσιμο, να γίνεται με λογιστική εγγραφή, με χρησιμοποίηση του λογαριασμού 48 (ή 81, με το Σχέδιο Λογαριασμών ΕΛΠ).
Ακολούθως, αυτονόητο είναι ότι η διοίκηση της οντότητας μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε από τις παραπάνω λογιστικές μεθόδους για ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα, με στόχο πάντα στο τέλος της χρήσης όλα τα δεδομένα να ενσωματώνονται στο λογιστικό σύστημα της έδρας. Υφίσταται δηλαδή η διακριτική ευχέρεια για την διοίκηση, να επιλέξει την τήρηση της εξαρτημένης λογιστικής παρακολούθησης για ένα υποκατάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι οι λογιστικές εγγραφές των συναλλαγών του υποκαταστήματος θα διενεργούνται στο πλαίσιο του λογιστικού συστήματος της έδρας σε ιδιαίτερους υπολογαριασμούς, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες κάθε φορά πληροφορίες, ενώ για άλλο υποκατάστημα να επιλεγεί η λογιστική αυτοτέλεια και επομένως, τόσο η λογιστική «επικοινωνία» με την έδρα, όσο και η ενσωμάτωση του αποτελέσματος της περιόδου, κατά το κλείσιμο, να γίνεται με λογιστική εγγραφή, με χρησιμοποίηση του λογαριασμού 48 (ή 81, με το Σχέδιο Λογαριασμών ΕΛΠ).
Ειδικά για τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις
του υποκαταστήματος, η ενσωμάτωση μπορεί να γίνεται είτε με λογιστικές
εγγραφές, είτε εξωλογιστικά. Και στις δύο περιπτώσεις απαλείφονται αμοιβαία τα
υπόλοιπα του λογαριασμού 48.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι εφόσον η διοίκηση της οντότητας επιλέξει την λογιστική αυτοτέλεια για ένα υποκατάστημα, προφανώς έχει εκτιμήσει το γεγονός της δυνατότητας άντλησης των διακεκριμένων οικονομικών στοιχείων από την λειτουργία του, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητά του και την συνεισφορά του στα συνολική απόδοση της επιχείρησης. Έτσι θα διαπιστωθεί, αν ορθώς με επιχειρηματικά κριτήρια διατηρείται ένα υποκατάστημα, ή τελικώς, πρέπει να διακοπεί η λειτουργία του, λόγω αρνητικών αποδόσεων.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι εφόσον η διοίκηση της οντότητας επιλέξει την λογιστική αυτοτέλεια για ένα υποκατάστημα, προφανώς έχει εκτιμήσει το γεγονός της δυνατότητας άντλησης των διακεκριμένων οικονομικών στοιχείων από την λειτουργία του, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητά του και την συνεισφορά του στα συνολική απόδοση της επιχείρησης. Έτσι θα διαπιστωθεί, αν ορθώς με επιχειρηματικά κριτήρια διατηρείται ένα υποκατάστημα, ή τελικώς, πρέπει να διακοπεί η λειτουργία του, λόγω αρνητικών αποδόσεων.
Σε ότι αφορά την παρακολούθηση των συναλλαγών
ενός υποκαταστήματος, για το οποίο έχει επιλεγεί η λογιστική εξάρτηση, δηλαδή η
παρακολούθηση των συναλλαγών του σε διακεκριμένους λογαριασμούς εντός του
λογιστικού συστήματος του κεντρικού, κατά την γνώμη μας, είναι βέβαιο ότι η
πρακτική αυτή θα βοηθήσει, τόσο σε ζητήματα διοίκησης και επιχειρηματικών
αποφάσεων, όσο και στον τομέα της διαπίστωσης, βάσει οικονομικολογιστικών
αναλύσεων, για την αναγκαιότητα της διατήρησής του.
Συνεπώς, το υποκατάστημα είναι μία ιδιαίτερη
εγκατάσταση της οντότητας, η ίδρυση της οποίας, προφανώς, βασίζεται σε αμιγώς
εμπορικά κριτήρια, άρα θα πρέπει κατά διαστήματα να ελέγχεται η λειτουργική του
συμπεριφορά και η οικονομική του απόδοση.
Υπό την έννοια αυτή, εκτιμούμε ότι είναι χρήσιμο να
παρακολουθούνται οι συναλλαγές του υποκαταστήματος, στο πλαίσιο της εξαρτημένης
λογιστικής, σε διακεκριμένους λογαριασμούς εντός του λογιστικού συστήματος της
έδρας.
Δείτε ολόκληρη την 403/018 Γνωμ. του ΣΛΟΤ. Εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου