Φορολογία χαρτοσήμου. Σύμβαση δανείου, η οποία συνάπτεται και εκτελείται εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή, με την κατάθεση του οικείου ποσού σε αλλοδαπή τράπεζα, δεν γεννά υποχρέωση καταβολής των τελών χαρτοσήμου. Η μεταφορά από τον οφειλέτη μέρους του καταβαλλόμενου ποσού σε λογαριασμό, τον οποίο τηρεί σε τράπεζα της ημεδαπής, δεν καθιστά την δανειακή σύμβαση εκτελεστέα στην ημεδαπή. Ορθά ακυρώθηκε η πράξη επιβολής τελών χαρτοσήμου. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ν.3900/2010. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 5841/2013 ΔΕφΑθ)
Αριθμός 2329/2021 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Νικολάου, Π. Τσούκας, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2014 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ....... Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Ιωάννη Αλεξανδράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «..... Α.Ε. .....», που εδρεύει στο ....... Αττικής (.......), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη (Α.Μ. 4026), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 5841/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της απόφασης 5841/2013 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της 9654/2012 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε η ..../19.3.2007 πράξη του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών, με την οποία είχαν καταλογιστεί σε βάρος της τέλη χαρτοσήμου 89.994,30, 27.991,20 και 45.467,20 ευρώ για τα διαχειριστικά έτη 2002, 2003 και 2004, αντιστοίχως, καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω μη υποβολής δήλωσης και εισφορά υπέρ ΟΓΑ.
2. Επειδή, στο άρθρο 11 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 (Α΄ 139) περί δικών του Δημοσίου, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266), ορίζεται ότι «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, […] για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου […]». Εξ άλλου, στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) ορίζεται ότι οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 (Α΄ 258) προστέθηκε στο ανωτέρω άρθρο 11 του δ/τος του 1944 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο «Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών […] διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου». Η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται, κατά τη ρητή διατύπωσή της, μόνο για τις προθεσμίες των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και όχι για την αίτηση αναιρέσεως, η οποία διέπεται ειδικώς από το π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (πρβλ. ΣτΕ 1903/2012, 1808/2015, 1625/2016 7μ.). Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό της Γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών Σ. Τσεκούρα, επιδόθηκε στο αναιρεσείον Δημόσιο στις 3.9.2014 και η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε, στις 14.11.2014, στην γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την απόφαση αυτή. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει της, κατά τα προεκτεθέντα, αναστολής των προθεσμιών κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών, η κρινόμενη αίτηση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 3.11.2017 υπόμνημα της αναιρεσίβλητης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
3. Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων του άρθρου 53 (βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 1873/2012 7μ.). Επομένως, εκτός από το αντικείμενο της διαφοράς, που εφόσον είναι χρηματικό, δεν πρέπει να υπολείπεται του ποσού των 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται με την δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, επί ζητήματος δηλαδή ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμου για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι κρίσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί ενός τέτοιου νομικού ζητήματος έρχονται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου επί του αυτού ακριβώς (και όχι απλώς παρόμοιου) νομικού ζητήματος. Εξάλλου, οι ως άνω ισχυρισμοί, ως αναγόμενοι σε νομικά ζητήματα, δεν πρέπει να περιορίζονται σε ζητήματα αιτιολογίας περί τη συνδρομή στοιχείων του πραγματικού της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά να αναφέρονται αποκλειστικώς στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, η οποία μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή· ανεξάρτητα, πάντως, από το εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στην μείζονα πρόταση ή προκύπτει από την υπαγωγή του οικείου δικανικού συλλογισμού (ΣτΕ 2008/2017, 954/2016, 2120/2015, 1016/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Ύστερα από έλεγχο υπαλλήλων του ΔΕΚ Αθηνών στα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία εδρεύει στο ......... και έχει αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή, εμπορία, εγκατάσταση, επισκευή και συντήρηση κλιματιστικών μηχανημάτων, διαπιστώθηκε, όπως αναφέρεται στην σχετική από 12.3.2007 έκθεση ελέγχου, ότι μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της εδρεύουσας στην Ολλανδία εταιρείας ............. είχαν συναφθεί στην αλλοδαπή, και όχι ενώπιον ελληνικής αρχής, συμβάσεις δανείων, με τα από 19.7.2002 και 4.9.20002 ιδιωτικά συμφωνητικά. Με τις εν λόγω συμβάσεις η προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει δάνεια προς την αναιρεσίβλητη, 1.500.000 και 6.000.000 ευρώ, αντιστοίχως, με σκοπό την κάλυψη κεφαλαίου κίνησης της τελευταίας, ώστε αυτή να αντιμετωπίσει τις λειτουργικές και οικονομικές απαιτήσεις και ανάγκες ροής μετρητών. Στις συμβάσεις αυτές ορίστηκε ότι τα ποσά των ανωτέρω δανείων θα μπορούσαν να αποπληρωθούν ολικά ή μερικά, οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ανάλογα με την ευχέρεια της δανειολήπτριας αναιρεσίβλητης. Εξάλλου, κατά τον αυτό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι το ποσό των προαναφερθέντων δανείων, ήτοι 7.500.000 ευρώ, καθώς και ποσό 672.642,94 ευρώ, για το οποίο δεν συντάχθηκε έγγραφη σύμβαση δανείου αλλά αφορούσε προφορική σύμβαση, που συνήφθη στην αλλοδαπή, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, δηλαδή συνολικό ποσό 8.172.642,94 ευρώ, κατατέθηκε σταδιακά, κατά τα έτη 2002, 2003 και 2004, από την δανείστρια αλλοδαπή εταιρεία σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η αναιρεσίβλητη στην ..........., στις Βρυξέλλες, υπάρχουν δε και οι σχετικές εγγραφές στο ισοζύγιο γενικού-αναλυτικού καθολικού της αναιρεσίβλητης. Όπως ιστορείται στην αναιρεσιβαλλόμενη, «[…] το έτος 2002 κατατέθηκε συνολικό ποσό 4.499.715,28 ευρώ, […] το 2003 […] 1.399.560,91 ευρώ και […] το 2004 […] 2.273.366,75 ευρώ. Εξάλλου, με ηλεκτρονική αλληλογραφία της [αναιρεσίβλητης] προς την προαναφερόμενη Τράπεζα ζητήθηκε, στις 31.7.2002, η μεταφορά ποσού 500.000 ευρώ σε λογαριασμό που διατηρεί αυτή στην ελληνική Τράπεζα ............, στις 26.8.2002 η μεταφορά ποσού 500.000 ευρώ, στον ίδιο λογαριασμό της προαναφερόμενης ελληνικής Τράπεζας, ενώ, τέλος, στις 23.4.2003 έγινε μεταφορά ποσού 600.000 ευρώ στον ίδιο ως άνω λογαριασμό. […Κατά την άποψη του ελέγχου, οι παραπάνω ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα να βρίσκεται μέρος του προϊόντος του δανείου στη διάθεση της [αναιρεσίβλητης]-οφειλέτιδος και η μεσολάβηση της αλλοδαπής Τράπεζας να αποτελεί τυπικό μέρος της διαδικασίας αποστολής των χρημάτων, η οποία δεν συνιστά εκτέλεση των επίμαχων δανειακών συμβάσεων στην αλλοδαπή [...]». Υπό την ανωτέρω θεώρηση, ο Προϊστάμενος του ΔΕΚ Αθηνών εξέδωσε την επίδικη πράξη ...../19.3.2007 περί καταλογισμού τελών χαρτοσήμου (βλ. σκ. 1), κατά της οποίας η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή, προβάλλοντας ότι οι ένδικες τρεις δανειακές συμβάσεις δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου στην Ελλάδα, διότι εκτελέστηκαν στην αλλοδαπή, με την κατάθεση των ποσών των δανείων στον λογαριασμό που διατηρούσε η ίδια στην αλλοδαπή Τράπεζα, η δε εξόφληση των εν λόγω δανείων έγινε στην αλλοδαπή, σε τραπεζικό λογαριασμό της δανείστριας αλλοδαπής εταιρείας στην Ολλανδία. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την 9654/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ακυρώθηκε ο καταλογισμός των επίδικων τελών χαρτοσήμου, ωστόσο, με την έφεσή του το Δημόσιο προέβαλε ότι η καταλογιστική πράξη ήταν νόμιμη, διότι «το κεφάλαιο του δανείου, ποσού 8.172.624,94 ευρώ, κατατέθηκε σταδιακά από τον δανειστή στον οφειλέτη -ήταν στη διάθεση της οφειλέτ[ιδος] επιχείρησης στην Ελλάδα- και τα δάνεια εξοφλήθηκαν εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα για κάλυψη οικονομικών αναγκών της επιχείρησης». Με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθ’ ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοστέων διατάξεων (βλ. επόμενη σκέψη), έγινε δεκτό ότι «[…] σε περίπτωση σύμβασης δανείου συναφθείσης στην αλλοδαπή, για την οποία παρίσταται σχετική εγγραφή στα βιβλία της οικείας επιχείρησης, περιλαμβάνουσα τα απαραίτητα στοιχεία για την επιβολή του τέλους, η εγγραφή αυτή υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου στην Ελλάδα εάν η σύμβαση έχει αντικείμενο κινητή ή ακίνητη περιουσία κειμένη στην Ελλάδα ή υποχρέωση εκτελεστέα σ’ αυτή (ΣτΕ 3150/1994). Εκτέλεση, δε, της εν λόγω σύμβασης δανείου στην Ελλάδα υφίσταται και όταν η παράδοση του προϊόντος του δανείου από τον δανειστή στον οφειλέτη γίνεται στην Ελλάδα. Αντιθέτως, η συναφθείσα στην αλλοδαπή σύμβαση δανείου δεν υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου στην Ελλάδα, εφόσον και η εκτέλεση του δανείου αυτού γίνει στην αλλοδαπή. Εκτέλεση, δε, του δανείου αυτού στην αλλοδαπή υπάρχει όταν και η παράδοση του προϊόντος του δανείου από τον δανειστή στον οφειλέτη γίνει στην αλλοδαπή [?…] στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι τα χρήματα του δανείου, τα οποία ελήφθησαν στην αλλοδαπή από τον οφειλέτη, εισήχθησαν στη συνέχεια στην Ελλάδα ή ότι το δάνειο που καταρτίστηκε στην αλλοδαπή, στην οποία θα εκπληρωθούν οι εξ αυτού υποχρεώσεις, θα ωφελήσει τελικά, άμεσα ή έμμεσα, επιχείρηση αναπτυσσόμενη στην Ελλάδα με κάλυψη των αναγκών της [...]». Βάσει της ως άνω ερμηνευτικής του κρίσης, το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση του Δημοσίου επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την σκέψη ότι, εν προκειμένω, «[…] τόσο οι δύο έγγραφες συμβάσεις δανείων […] όσο και η προφορική σύμβαση καταρτίσθηκαν στην αλλοδαπή, αλλά όχι ενώπιον Προξενικής Αρχής, το δε προϊόν των δανείων κατατέθηκε σε λογαριασμό της ........., που τηρεί η [αναιρεσίβλητη] στην αλλοδαπή [και συνεπώς] οι εν λόγω δανειακές συμβάσεις εκτελέσθηκαν στην αλλοδαπή, αφού τόσο η εκπλήρωση της υποχρεώσεως της δανείστριας εταιρείας όσο και η κτήση του ποσού του δανείου έλαβαν χώρα στην αλλοδαπή, […] χωρίς να ασκεί επιρροή, εν προκειμένω, ότι μέρος των χρημάτων (1.600.000 ευρώ) εισήχθησαν τελικώς στην Ελλάδα για την κάλυψη αναγκών της [αναιρεσίβλητης]».
5. Επειδή, στον Κώδικα Νόμων Τελών Χαρτοσήμου (π.δ. 28.7.1931, Α΄ 239), όπως ισχύει, ορίζεται, στο άρθρο 8 παρ. 1, ότι «Έγγραφα έχοντα αντικείμενον κινητήν ή ακίνητον περιουσίαν κείμενην εν Ελλάδι ή υποχρεώσεις εκτελεστέας εν αυτή, συνταχθέντα δε εν τη αλλοδαπή, αλλ’ ουχί ενώπιον ελληνικής αρχής επί πληρωμή του οικείου τέλους, υποβάλλονται εις τα κατά τον παρόντα νόμον τέλη [...]», στο άρθρο 12, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του β.δ. της 6-7.6.1951 (Α΄ 168), ότι «1. Επί των συμβολαίων και των εγγράφων, των κατονομαζομένων εν των επομένω άρθρ. 13, το τέλος ορίζεται εις 3% της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμάς», στο άρθρο 13, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2246/1952 (Α΄ 282), ότι «Εις το κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρ. 12 τέλος υπόκεινται: 1α.Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτομένη είτε απ’ ευθείας, είτε δια δημοσίου συναγωνισμού ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφ’ όσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε διά δημοσίου, είτε δι’ ιδιωτικού καθ’ οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου [...]», στο άρθρο 14 ότι «1. Επί των εμπορικών και λοιπών εγγράφων και πράξεων, των κατονομαζομένων εν τω επομένω άρθρ. 15, το τέλος ορίζεται εις 2% της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμάς», και στο άρθρο 15, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 2 του ν.δ. 1033/1942 (Α΄ 32) και 4 παρ. 1 του ως άνω ν. 2246/1952, ότι «Εις το κατά την παραγρ. 1 του προηγουμένου άρθρ. 14 τέλος υπόκεινται: 1α. Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτομένη είτε απ’ ευθείας, είτε διά δημοσίου συναγωνισμού μεταξύ εμπόρων, μεταξύ εμπόρου και εμπορικής εταιρίας πάσης φύσεως, μεταξύ εμπορικών εταιριών πάσης φύσεως, αφορώσα αποκλειστικώς εις την ασκουμένην υπ’ αυτών εμπορίαν και μεταξύ τρίτου εν γένει και ανωνύμου εταιρίας ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφ’ όσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε δια δημοσίου είτε δι’ ιδιωτικού καθ’ οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου [...]». Περαιτέρω, στο άρθρο 12 του ν.δ. 3717/1957 (Α’ 131) ορίζεται ότι «Η αληθής έννοια των διατάξεων της περί τελών χαρτοσήμου νομοθεσίας, καθ’ όσον αφορά την υπαγωγήν των εν αυτή αναφερομένων συμβάσεων, πράξεων κ.λπ. Εις τέλη χαρτοσήμου, είναι ότι ως έγγραφον αποδεικνύον την σύμβασιν, πράξιν κ.λπ. λογίζεται και πάσα σχετική εγγραφή εις τα βιβλία των επιτηδευματιών, ήτις και υποβάλλεται εις το οικείον δια την ούτω αποδεικνυομένην δικαιοπραξίαν τέλος χαρτοσήμου [...]».
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και αναφέρθηκε ήδη στην πρώτη σκέψη, αλλά και σύμφωνα με το σχετικό, από 3.10.2014 σημείωμα της φορολογικής αρχής που συνοδεύει την κρινόμενη αίτηση, η προϋπόθεση του χρηματικού κατωφλίου των 40.000 ευρώ συντρέχει μόνον για τα καταλογισθέντα τέλη χαρτοσήμου των ετών 2002 και 2004. Συνεπώς, κατά το μέρος που αφορά τον καταλογισμό του έτους 2003, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, εκ του λόγου τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
7. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο, ως μόνο λόγο αναιρέσεως προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο ότι η εκτεθείσα στη σκέψη 4 κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ορθή, διότι «[…] οι εν λόγω δανειακές συμβάσεις εκτελέσθηκαν στην Ελλάδα, καθώς το προϊόν του δανείου, το οποίο ελήφθη με σκοπό την κάλυψη κεφαλαίου κινήσεως της οφειλέτιδας […] αναιρεσίβλητης, […] εμβάζεται σταδιακά σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η αναιρεσίβλητη σε ελληνική Τράπεζα, λόγος για τον οποίο νομίμως της καταλογίσθηκαν τέλη χαρτοσήμου [...]». Προς θεμελίωση του παραδεκτού του προβαλλόμενου λόγου το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι «[…] μετά από ενδελεχή έρευνα δεν προέκυψε να υπάρχει απόφαση του Δικαστηρίου Σας που να έχει κρίνει ad hoc το νομικό ζήτημα προεχόντως ερμηνείας των συνδυασμένων διατάξεων 8 παρ. 1, 12 παρ. 1 […], 14 παρ. 1, 15 […] του Κώδικα Νόμων Τελών Χαρτοσήμου […] καθώς και του άρθρου 12 του ν.δ. 3717/1957 [...]». Το αναιρεσείον ισχυρίζεται, επίσης, και ότι «[…] θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η […] προσβαλλόμενη κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αντίθετη, ιδίως προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Σας 124/2014 και 3639/2013 [...]». Με τις αποφάσεις αυτές, όμως, κρίθηκε νομικό ζήτημα διαφορετικό του εν προκειμένω τιθέμενου? κρίθηκε, δηλαδή, όπως προκύπτει από τις μείζονες προτάσεις σε συνδυασμό προς τις υπαγωγές των αποφάσεων εκείνων, ότι, όταν βάσει όρου δανειακής σύμβασης, συναφθείσας στην αλλοδαπή, ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να χορηγήσει εντολή στην αλλοδαπή τράπεζα, όπου κατατέθηκε το ποσό του δανείου στο όνομά του, να εμβάσει το εν λόγω ποσό σε λογαριασμό του της ημεδαπής, η σύμβαση του δανείου, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, θεωρείται εκτελεστέα στην Ελλάδα και, συνεπώς, γεννάται υποχρέωση καταβολής του επίδικου τέλους. Κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 4 όχι μόνον δεν υφίσταται τέτοιος όρος στην ένδικη δανειακή σύμβαση που συνήψε η αναιρεσίβλητη με την αλλοδαπή εταιρεία αλλά οι γενόμενες από την αλλοδαπή τράπεζα μεταφορές στην ελληνική, έγιναν για τμήματα μόνον του δανείου και σταδιακά, σε διαφορετικά χρονικά σημεία μετά τη σύναψή του. Με τα ανωτέρω δεδομένα, δεν υφίσταται μεν η αντίθεση στη νομολογία που, επικουρικά, άλλωστε, και με επιφύλαξη επικαλείται το αναιρεσείον, πλην όμως, όπως βασίμως προβάλλει, για το επίδικο εδώ ως άνω νομικό ζήτημα δεν προκύπτει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινόμενης αίτησης. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος αναιρέσεως, δεδομένου ότι η αίτηση ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
8. Επειδή, από τον συνδυασμό των εφαρμοστέων ως άνω διατάξεων (βλ. σκέψη 5) συνάγεται ότι σύμβαση δανείου, η οποία συνάπτεται και εκτελείται εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή, με την κατάθεση του οικείου ποσού σε αλλοδαπή τράπεζα, δεν γεννά υποχρέωση καταβολής των κατά τις διατάξεις αυτές τελών χαρτοσήμου (πρβλ. ΣτΕ 3150/1994). Η τυχόν δε εκ μέρους του οφειλέτη του δανείου μεταφορά, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, μέρους του καταβαλλόμενου ποσού σε λογαριασμό, τον οποίο αυτός τηρεί σε τράπεζα της ημεδαπής, δεν καθιστά, εξ αυτού και μόνο του λόγου, την δανειακή σύμβαση εκτελεστέα στην ημεδαπή, ώστε να γεννάται υποχρέωση καταβολής του επίδικου τέλους. Συνεπώς, η προπαρακτεθείσα κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2019
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ι. Β. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2021.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Σπ. Μαρκάτης Κ. Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου