Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ




του κ. Γ. Θ. Κρεκούκια

τ. Δ/ντή Υπουργείου Οικονομικών
Συνεργάτη της εταιρείας Συμβούλων Επιχειρήσεων

«ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Γ. ΓΙΑΜΑΡΕΛΛΟΥ Α.Ε.»



Στη συνέχεια προηγούμενων σχολίων μας και μετά τα εξαγγελθέντα από την πολιτική ηγεσία πρόσθετα δημοσιονομικά και ειδικότερα τα φορολογικά μέτρα, επανερχόμαστε με ορισμένες χρήσιμες, κατά τη γνώμη μας, επισημάνσεις και παρατηρήσεις.

Πριν όμως να μπούμε στο κυρίως θέμα μας, θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ένα παλαιό περιστατικό που είναι επίκαιρο και σηματοδοτεί τη σημερινή δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Πραγματικά, τις παραμονές της υπογραφής της Συνθήκης Ένταξης της Ελλάδος στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες (το έτος 1981) ο γράφων είχε τις ημέρες εκείνες μια σχετική συζήτηση, για το μεγάλο θέμα της ένταξης, με υψηλόβαθμα στελέχη της Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Μου είναι αξέχαστη λοιπόν μια σημαντική επισήμανση του ομολόγου μου Διευθυντή της Φορολογίας, ότι «τώρα που μπαίνετε στην Κοινότητα θα πρέπει να εκμεταλλευτείτε στην εποχή των πρώτων χρόνων των παχέων αγελάδων, διότι θα πρέπει να είστε προετοιμασμένοι για την εποχή των ισχνών αγελάδων που θα επακολουθήσει». Όπως γίνεται αντιληπτό η παραίνεση αυτή αφορούσε την αποτελεσματική εκμετάλλευση των οικονομικών ωφελημάτων της χώρας μας από τα διάφορα κοινοτικά ταμεία. Δυστυχώς, τα προφητικά λόγια του Κοινοτικού στελέχους επαληθεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό για τη χώρα μας, αφού είναι γνωστό ότι ο πακτωλός των χρημάτων που εισέρευσαν στη χώρα από τα κοινοτικά προγράμματα κατασπαταλήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ευτυχώς ένα μεγάλο μέρος των κοινοτικών αυτών πόρων έπιασαν τόπο διότι διατέθηκαν σε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και κυρίως σε έργα υποδομής, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρα

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα καθημερινώς διατυπούμενα την εποχή αυτή παράπονα – κατηγορίες ορισμένων εκ των κοινοτικών μας εταίρων, ότι η Ελλάδα «καλοπέρασε» όλα αυτά τα χρόνια με τις αυξημένες συνεισφορές των μεγάλων κοινοτικών χωρών (λόγω υψηλού ΑΕΠ) στον κοινοτικό προϋπολογισμό, είναι εν μέρει αβάσιμα και άδικα. Τούτο δε διότι, οι μεγάλοι κοινοτικοί μας εταίροι πράγματι, λόγω μεγάλης συνεισφοράς τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό, επιδοτούσαν εμμέσως σε μεγάλο βαθμό τις εισροές μας από τα κοινοτικά ταμεία, πλην όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κοινοτικές αυτές χώρες είναι και οι μεγάλοι προμηθευτές μας οι οποίοι έπαιρναν και εξακολουθούν να παίρνουν πίσω ένα μεγάλο μέρος των κοινοτικών τους συνεισφορών με τη μορφή κερδών που απολάμβαναν και απολαμβάνουν από τις πωλήσεις των προϊόντων τους στη χώρα μας.

Εν πάσει περιπτώσει όμως, ερχόμενοι στο κυρίως θέμα μας, έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι η χώρα μας, με σημαντική ευθύνη όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων, έχει εισέλθει πανηγυρικά στην εποχή των «ισχνών αγελάδων» και έχει ανάγκη από άμεση δημοσιονομική στήριξη και ταυτόχρονα από οικονομική ανάπτυξη.

Το κακό αλλά και δύσκολο εν προκειμένω οικονομικό πρόβλημα της χώρας, δεν οφείλεται μόνο στην εν πολλοίς σπατάλη και αναποτελεσματική χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων, αλλά και στο γεγονός ότι όλα αυτά τα «ευτυχή» χρόνια, παρασυρόμενοι ίσως από την ευμάρεια που μας προσέφεραν οι κοινοτικές ενισχύσεις, ξεφύγαμε από την απλή ευμάρεια και αρχίσαμε (ένα μεγάλο τουλάχιστο μέρος του πληθυσμού της χώρας) να επιζητούμε και να απολαμβάνουμε την πολυτελή ευμάρεια πλούσιων χωρών.

Έτσι, φθάνοντας στην πραγματικότητα ενός τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος και ενός ακόμα δυσθεώρητου δημόσιου χρέους, πιεζόμαστε εκ των πραγμάτων, αλλά και από τους κοινοτικούς εταίρους μας, για να προχωρήσουμε, σε πρώτη τουλάχιστο φάση, σε άμεση και γενναία εξυγίανση των δημοσιονομικών μας.

Όπως προσημειώσαμε, με δύο προηγούμενα άρθρα μας στην «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ», αναπτύξαμε τις προσωπικές μας απόψεις για νομοθετηθέντα, ήδη, μέτρα, καθώς και για μεγαλύτερα και σοβαρότερα άλλα που εκπονούνται προσεχώς. Με το σημείωμά μας αυτό σκοπεύουμε να σχολιάσουμε και να τονίσουμε ορισμένα από τα μέτρα αυτά για τα οποία έχουμε κάποιες απόψεις οι οποίες, φρονούμε, ότι αξίζει να ακουσθούν.

1. Κάλυψη του αφορολόγητου ορίου με αποδείξεις δαπανών

Στο θέμα αυτό θέλουμε να επαναλάβουμε τις ήδη διατυπωθείσες απόψεις μας, σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι ούτε σκόπιμος αλλά ούτε και αποτελεσματικός ο συνδυασμός της στήριξης του σήμερα ισχύοντος αφορολόγητου ορίου των 12.000,00€ με την προσκόμιση πληρώθας, άσχετων εν πολλοίς, με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αποδείξεων λιανικής πώλησης και παροχής υπηρεσιών. Το μέτρο αυτό πιστεύουμε ότι θα συμβάλει στη δημιουργία ενός ασύλληπτου χαρτοβασιλείου, του οποίου και η διαχείριση θα είναι δυσχερής, αν μη αδύνατη, αλλά και η σκοπιμότητα θα είναι αμφίβολη.

Εν προκειμένω θα επιμείνουμε στην προηγούμενη πρότασή μας, όπως μείνει ανέπαφο το αφορολόγητο όριο των 12.000,00€, έστω και μειούμενο στο ποσό των 10.000,00€, παράλληλα δε να περιοριστεί το κίνητρο αυτό, σε συνδυασμό με άλλα πρόσθετα μέτρα, στις ευαίσθητες από απόψεως φοροδιαφυγής κατηγορίες επαγγελμάτων (εργολάβοι, κατασκευαστές πάσης φύσεως τεχνικών έργων, συνεργεία αυτοκινήτων, κέντρα διασκέδασης, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λπ.). Διαφορετικά, η καθιέρωση του μελετούμενου μέτρου, εκτός από το προαναφερθέν μη διαχειρίσιμο φορτίο των άχρηστων εν πολλοίς αποδείξεων, θα στερήσει την πλειονότητα των φορολογουμένων, του ευεργετήματος του παλιά καθιερωμένου αφορολόγητου ορίου.


2. Επέκταση του λογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος σε όλους τους μικρούς και πολύ μικρούς επιτηδευματίες

Εδώ θέλουμε και πάλι να τονίσουμε τις σοβαρές και αναποτελεσματικές, θα λέγαμε, συνέπειες της επιχειρούμενης υπαγωγής του συνόλου των μικρών, των πολύ μικρών και πολλές φορές ασήμαντων επιχειρήσεων στον τακτικό τρόπο φορολόγησης. Τούτο δε διότι, όπως έχουμε επισημάνει και στα προηγούμενα άρθρα μας, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής γενικότερα δομής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στη χώρα μας λειτουργεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός μικροεπιχειρήσεων, ο έλεγχος και η φορολογική παρακολούθηση των οποίων είναι ασύμφορος, αλλά και σχεδόν αδύνατος. Η επί τόσα χρόνια άλλωστε καταβαλλόμενη προσπάθεια για την αξιοποίηση του εισοδήματος των εν λόγω μικροεπιχειρήσεων αποδείχθηκε άκαρπη, με αποτέλεσμα αφενός μεν να μην προκύπτει σοβαρό οικονομικό όφελος για το Δημόσιο, αφετέρου δε να χάνονται πολύτιμες εργατοώρες του ελεγκτικού προσωπικού των φοροελεγκτικών υπηρεσιών, οι οποίες θα έπρεπε να ασχολούνται με τον έλεγχο και την παρακολούθηση των πλέον προσοδοφόρων επιχειρήσεων.

Έτσι, κι εδώ επιθυμούμε να επαναλάβουμε την προηγούμενη πρότασή μας για επέκταση του ισχύοντος ήδη συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού ή άλλως καταποκοπή φορολόγησης (forfait taxation), που εφαρμόζεται σε πολλές άλλες χώρες, αλλά σε μικρή κλίμακα και στη χώρα μας με το άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε. (εκμεταλλευτές επιβατικών Δ.Χ. (ΤΑΞΙ) και φορτηγών αυτοκινήτων, εκμεταλλευτές ενοικιαζόμενων δωματίων, μικροέμποροι λαϊκών αγορών κ.λπ.). Αντίθετα, η επιχειρούμενη γενίκευση με επέκταση του λογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος σε όλους τους μικροεπιτηδευματίες, δηλαδή ακόμα και σε αυτούς που υπάγονται σήμερα στην κατ’ αποκοπή φορολόγηση, φρονούμε ότι όχι μόνο δεν θα έχει ενδιαφέροντα οικονομικά-δημοσιονομικά οφέλη, αλλά θα στερήσει εργατικά-ελεγκτικά χέρια, τα οποία πρέπει να ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τις προσοδοφόρες επιχειρήσεις.

3. Διαρρυθμίσεις στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας

Εδώ θα σταθούμε καταρχάς στην ήδη ψηφισθείσα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο σημαντική ρύθμιση της αύξησης των συντελεστών του Φ.Π.Α., ήτοι 21% από 19% του κανονικού συντελεστή, 10% από 9% του χαμηλού συντελεστή και 5% από 4,5% του πολύ χαμηλού συντελεστή. Η αύξηση των συντελεστών του φόρου αυτού, ενός φόρου κατανάλωσης δηλαδή που επιρρίπτεται στην τελική κατανάλωση, μαζί με την αύξηση των βασικών ειδικών φόρων κατανάλωσης (καύσιμα, οινοπνευματώδη, καπνοβιομηχανικά κ.λπ.), είναι γνωστό και πανθομολογούμενο ότι κατ’ αρχάς θα επιβαρύνει σοβαρά τον τιμάριθμο και θα διογκώσει την υφιστάμενη ύφεση (φαινόμενο στασιμοπληθωρισμού). Εν προκειμένω δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε να επαληθευθούν οι δηλώσεις-υποσχέσεις ορισμένων σχετικών φορέων της αγοράς ότι θα προσπαθήσουν, οι μεγάλες τουλάχιστον επιχειρήσεις, να απορροφήσουν το κόστος του Φ.Π.Α.

Περαιτέρω όμως, με την αύξηση αυτή του φορολογικού βάρους στα πωλούμενα αγαθά και τις υπηρεσίες ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος της μεγέθυνσης του κινήτρου της φοροδιαφυγής, με τα γνωστά παζαρέματα στην αγορά μεταξύ πωλητών και ιδιωτών αγοραστών, γεγονός που είναι ενδεχόμενο να μειώσει τις προσδοκίες της Διοίκησης για αύξηση των εσόδων τόσο από το Φ.Π.Α., όσο και από τον συναφή φόρο εισοδήματος.

Ακόμα, θα θέλαμε να επισημάνουμε εδώ και ένα σοβαρό για την τουριστική οικονομία της χώρας θέμα, που υπάρχει και σήμερα, αλλά μπορεί να διορθωθεί με το καινούργιο υπό κατάρτιση, νομοσχέδιο. Πρόκειται για το θέμα του υφιστάμενου και σήμερα μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. (9% που γίνεται 10%), ο οποίος ναι μεν είναι μειωμένος, πλην όμως είναι υψηλός σε σχέση με τους πολύ μικρότερους συντελεστές που εφαρμόζονται ήδη στις άμεσα ανταγωνίστριές μας τουριστικές χώρες και συγκεκριμένα την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου ισχύουν πολύ μικρότεροι συντελεστές (7% και 5% αντίστοιχα). Πιστεύουμε ότι στην σημερινή κρίσιμη οικονομική συγκυρία, τις συνέπειες της οποίας αντιμετωπίζει και η βαριά βιομηχανία της χώρας μας, ο τουρισμός, είναι απολύτως αναγκαίο να επανεξεταστεί το θέμα, έτσι ώστε να καθιερωθεί, κατά τη γνώμη μας, ο πολύ μικρός συντελεστής Φ.Π.Α. (5%) στις τουριστικές και κυρίως στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας.

4. Το κρίσιμο θέμα των φοροφυγάδων

Όπως είναι γνωστό και πανθομολογούμενο το μεγάλο πρόβλημα της εθνικής μας φοροδιαφυγής οφείλεται κατεξοχήν στον πολύ μεγάλο αριθμό των γνωστών-αγνώστων συμπατριωτών μας, οι οποίοι κατά σύστημα αρνούνται να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Είναι δε τόσο σοβαρό το πρόβλημα αυτό ώστε κατά τη γνώμη μας, αλλά και πολλών άλλων επαϊόντων, τα εφαρμοζόμενα κατά καιρούς νέα φορολογικά μέτρα δεν έχουν ελπίδα ευδοκίμησης, αν δεν καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών για την σταδιακή έστω επισήμανση και φορολόγηση των προσώπων αυτών.

Ελπίζουμε, ότι με τα υπό θέσπιση μέτρα των νέων τεκμηρίων διαβίωσης σε συνδυασμό πάντα με την ηλεκτρονική κυρίως διασταύρωση των φορολογικών και λοιπών συναφών στοιχείων και πληροφοριών, θα γίνει ένα καλό ξεκίνημα για την πραγματική καταπολέμηση του φαινομένου της επάρατης φοροδιαφυγής.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *