Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ-ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗΣ



του κ. Γ. Θ. Κρεκούκια


τ. Δ/ντή Υπουργείου Οικονομικών

Συνεργάτη της εταιρείας Συμβούλων Επιχειρήσεων

«ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Γ. ΓΙΑΜΑΡΕΛΛΟΥ Α.Ε.»



Είναι γνωστό και διαπιστωμένο πλέον, ότι η γενικευμένη και διογκωμένη στη χώρα μας αποστέρηση των πάσης φύσεως φόρων του Δημοσίου με παράνομους ή και νόμιμους και νομιμοφανείς τρόπους, η λεγόμενη δηλαδή φοροδιαφυγή (tax evasion) ή φοροαποφυγή (tax avoidance), αποτελούν τον βασικότερο παράγοντα της κακής πορείας της οικονομίας μας.

Πραγματικά, αν αναλογισθεί κανείς ότι τα φορολογικά έσοδα υπερβαίνουν το 90% των εσόδων του προϋπολογισμού της Ελλάδος, αντιλαμβάνεται ότι το τεράστιο πρόβλημα της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, που ξεπερνούν το 30% του ΑΕΠ της χώρας, μαζί φυσικά με τις υπερβολικές, σπάταλες και αλόγιστες εν πολλοίς δαπάνες, αποτελούν την κυριότερη, αν μη και αποκλειστική αιτία του μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος και του συνακόλουθου διογκωμένου δημόσιου χρέους της Ελλάδος.

Είναι βέβαια γεγονός, ότι όλα τα οικονομικά επιτελεία των κατά καιρούς κυβερνήσεων προσπάθησαν και προσπαθούν να θεραπεύσουν ή, για να είμαστε πιο ακριβείς προσπαθούν να καταπολεμήσουν, αυτή τη μάστιγα των δημόσιων οικονομικών, που σε τελική ανάλυση καταφέρει καίρια πλήγματα στη συνολική πραγματική οικονομία μας. Ομολογουμένως, είναι αξιέπαινη εν προκειμένω η διαφαινόμενη σοβαρή προσπάθεια της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών να αντιμετωπίσει με δραστικά πράγματι φορολογικά και άλλα μέτρα, το δημοσιονομικό και το συνακόλουθο σοβαρό οικονομικό πρόβλημα του μεγάλου ελλείμματος του προϋπολογισμού.

Επί τούτοις, ενόψει των σχεδιαζόμενων από τη Διοίκηση του Υπ. Οικονομικών μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με το σημείωμά μας αυτό θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε ορισμένες ιδέες από την παλαιότερη υπηρεσιακή μας εμπειρία, που είχαν άλλωστε διατυπωθεί με τη μορφή προτάσεων ή εισηγήσεων για το ίδιο ακριβώς διαχρονικό θέμα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής σε παλαιότερα άρθρα μας .

1. Γενικές επισημάνσεις του προβλήματος

Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε, ότι τα μελετώμενα από τη Διοίκηση του Υπ. Οικονομικών μέτρα για την τιθάσευση της φοροδιαφυγής, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πράγματι, οι προτάσεις για την αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης αρκετών και αξιόλογων εισοδημάτων, την αντικειμενικοποίηση της φορολογίας ορισμένων επαγγελμάτων, την κατάργηση ή καλλίτερα την εκλογίκευση του Κ.Β.Σ., την αναδιοργάνωση και αποτελεσματικότερη λειτουργία της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) και άλλες τυχόν παρεμβάσεις στον τομέα των άμεσων και έμμεσων φόρων, καθώς και οι μελετώμενες παράλληλα μεταβολές και παρεμβάσεις στη φορολογία κεφαλαίου (ΕΤΑΚ, φορολογία κληρονομιών και γονικών παροχών κ.λπ.), θα πρέπει να μελετηθούν και αφού αξιολογηθούν από όλους τους συναρμόδιους φορείς να υλοποιηθούν σε νομοθετικά κείμενα για άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζέοντος ήδη φαινομένου της φοροδιαφυγής.

Έτσι, στις παρακάτω γραμμές επισημαίνονται ορισμένες χρήσιμες και πρακτικές, κατά τη γνώμη μας, ιδέες για την καλλίτερη και αποτελεσματικότερη επίτευξη του εν θέματι επιδιωκόμενου σκοπού.


1.1. Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής

Η φοροδιαφυγή (tax evasion), τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο συνίσταται στην «…παράνομη συμπεριφορά, ή την συμπεριφορά που συνεπάγεται την άμεση παραβίαση του νόμου με αποτέλεσμα την αποφυγή πληρωμής του φόρου ».

Επισημαίνεται εδώ, ότι η φοροδιαφυγή εκδηλώνεται σε όλο το πλέγμα της φορολογίας, ήτοι στην άμεση, κατά κύριο λόγο φορολογία, αλλά και στην έμμεση τοιαύτη, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των φόρων υπέρ τρίτων, καθώς και των φόρων κεφαλαίου (Φ.Μ.Α., Φορολογία κληρονομιών, γονικών παροχών και δωρεών) και των φόρων επί της περιουσίας κ.λπ.

Επομένως, η εν λόγω παράνομη συμπεριφορά πλήττει όλα σχεδόν τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου και ως εκ τούτου αποτελεί το μείζον πρόβλημα των δημόσιων οικονομικών και κατ’ επέκταση την «αχίλλειο πτέρνα» της οικονομίας της χώρας.

Βασικοί παράγοντες που ευνοούν τη συντήρηση και εν πολλοίς την ανάπτυξη της φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι κυρίως η ανεπαρκής και αναποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία του φορολογικού μηχανισμού, η πολυνομία και η μακροχρονίως συντηρούμενη έλλειψη φορολογικής συνείδησης των φορολογούμενων.

Όμως, πέραν από τους προαναφερθέντες, σοβαρούς κατά τ’ άλλα, παράγοντες της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να εξεταστεί και ένας εξίσου σοβαρός, διαρθρωτικού χαρακτήρα, παράγοντας που ευνοεί την συντήρηση ή ακόμα και τη διόγκωση του υπό μελέτη προβλήματος.

Πρόκειται συγκεκριμένα για τη λειτουργία στη χώρα μας ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων και κυρίως μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Το φαινόμενο αυτό της πολυδιάσπασης δηλαδή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν την μικρότερη απόδοση των φορολογικών εσόδων λόγω κατακερματισμού της φορολογητέας ύλης, αφετέρου δε τη διολίσθηση των μικρών και πολύ μικρών κυρίως επιχειρήσεων στις πρακτικές φοροδιαφυγής. Οι πρακτικές αυτές διευκολύνονται μάλιστα λόγω των πλημμελών φορολογικών ελέγχων που διενεργούνται στις επιχειρήσεις αυτές, εξαιτίας τόσο του υψηλού ελεγκτικού κόστους (π.χ. σημαντική απασχόληση των ελεγκτικών υπηρεσιών) και της παραμέλησης του ελέγχου αυτών, όσο και λόγω των εφαρμοζόμενων κατά καιρούς ελεγκτικών διαδικασιών συνοπτικής περαίωσης των συσσωρευόμενων ανέλεγκτων φορολογικών χρήσεων .


1.2. Το πρόβλημα της φοροαποφυγής

Σημειώνεται καταρχάς, ότι η φοροαποφυγή συνιστά την με νόμιμους τρόπους και μεθόδους αποφυγή των φόρων και εκδηλώνεται κυρίως στην άμεση φορολογία, όπου με μεθοδευμένη εκμετάλλευση των νομοθετικών κενών και ασαφειών, αλλά και με έντεχνη προσαρμογή των φορολογικών λειτουργιών της επιχείρησης σε ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα, επιτυγχάνεται η αποφυγή φόρων. Παράλληλα όμως η φοροαποφυγή εκδηλώνεται, σε ηπιότερο βαθμό και στους έμμεσους φόρους, είτε λόγω της συνάφειας αυτών με τους άμεσους φόρους, είτε και για λόγους ανεξάρτητους, που οφείλονται κυρίως στην αποφυγή ή την περιορισμένη χρήση του αντικειμένου της φορολογίας [π.χ. αποφυγή καπνίσματος ή κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών λόγω της επιβάρυνσης αυτών με υψηλούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης (excise duties)].

Περαιτέρω σημειώνεται ότι η φοροαποφυγή, όπως άλλωστε και η φοροδιαφυγή, ευδοκιμεί τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο.

Πάντως, οι συνηθέστερες πρακτικές φοροαποφυγής που εφαρμόζονται κυρίως στην άμεση φορολογία, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, εμφανίζονται, όπως προαναφέρθηκε, με τη μορφή μεθοδευμένης αξιοποίησης των νομοθετικών κενών και ατελειών των υφιστάμενων φορολογικών συστημάτων, αλλά και της έντεχνης και περισπούδαστης προσαρμογής των λογιστικών και φορολογικών λειτουργιών των επιχειρήσεων προς τα ισχύοντα εθνικά ή πολυεθνικά φορολογικά καθεστώτα.

Τέτοιες φορολογικές μεθοδεύσεις, που απαντώνται συνήθως στην φορολογική πρακτική, είναι π.χ. η μετατροπή προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε., Ε.Ε. και εταιρείες αστικού δικαίου) σε ατομικές επιχειρήσεις (ή και το αντίστροφα), όπως συνέβη με τη μετατροπή του τρόπου φορολογίας των προσωπικών εταιρειών, όπου οι εταιρείες αυτές φορολογούνται με αυτοτελή φόρο στο όνομά τους (20%) αντί του βαρύτερου ενδεχομένως φόρου που επιβάλλεται με βάση την κλίμακα με την οποία φορολογούνται οι ατομικές επιχειρήσεις. Επίσης, περιπτώσεις φοροαποφυγής απαντώνται συνήθως στην πράξη με τις μεταβιβάσεις σε συγγενικά πρόσωπα περιουσιακών στοιχείων λόγω δωρεάς ή γονικής παροχής με σκοπό τη διάσπαση του φορολογητέου εισοδήματος των ιδιοκτητών γονέων. Ακόμα συνήθης περίπτωση φοροαποφυγής εμφανίζεται, όταν κάποιο πρόσωπο που δεν έχει αξιόλογο εισόδημα και αγοράζει κάποιο περιουσιακό στοιχείο, προκειμένου να αποφύγει τη φορολόγηση με βάση το πόθεν έσχες, προβαίνει σε δανεισμό ή άτυπη σύσταση δωρεάς από συγγενικό πρόσωπο.

Όμως και σε πολυεθνικό επίπεδο εμφανίζονται πολλές και ποικίλες πρακτικές φοροαποφυγής, όπως οι υπερτιμολογήσεις-υποτιμολογήσεις μεταξύ συγγενών πολυεθνικών εταιρειών, η μεταφορά εισοδημάτων, δραστηριοτήτων ή και άλλων περιουσιακών στοιχείων σε φορολογικούς παραδείσους (tax haven), υπεράκτιες εταιρείες (offshore companies) κ.λπ., όπου φορολογούνται ελαφρύτερα. Πολλές φορές βέβαια οι εν λόγω φορολογικοί παράδεισοι δεν αποβλέπουν σε αυτή καθεαυτή τη φοροαποφυγή, αλλά δημιουργούνται από ορισμένες χώρες για να προκαλέσουν επενδύσεις από άλλες χώρες. Σχετική εν προκειμένω ήταν η περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία έκανε ευρεία χρήση του κινήτρου αυτού για την ανάπτυξη της οικονομίας της .


2. Μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής

Και οι δύο αυτές μορφές της παράνομης ή και της νομιμοφανούς αποφυγής των φόρων απασχόλησαν ανέκαθεν και απασχολούν συνεχώς τις εθνικές και διεθνείς φορολογικές διοικήσεις και τις οικονομίες όλων των χωρών, οι οποίες εφαρμόζουν κατά καιρούς διάφορα μέτρα, καταπολέμησης των φαινομένων της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, συνεπικουρούμενες προς τούτο από διεθνείς οργανισμούς και κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).


2.1. Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής

Όπως είναι γνωστό η φοροδιαφυγή πλήττει ευθέως και σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια οικονομικά των χωρών όπου εκδηλώνεται και κατ’ επέκταση δημιουργεί σοβαρές παρενέργειες σε αυτή καθεαυτή την πραγματική οικονομία των χωρών.

Στη χώρα μας το φαινόμενο της φοροδιαφυγής επηρεάζει δυσμενώς επί μονίμου βάσεως τα δημοσιονομικά της Ελλάδος, όπου το έλλειμμα του προϋπολογισμού και κατ’ επέκταση το δημόσιο χρέος έχουν εκτοξευθεί τελευταία σε δυσθεώρητα ύψη. Το έλλειμμα αυτό βέβαια δεν οφείλεται μόνο στη φοροδιαφυγή, αλλά κατά ένα μεγάλο επίσης μέρος στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος με νόμιμους (συνήθεις σπατάλες) ή παράνομους τρόπους (διακίνηση μαύρου χρήματος). Εντούτοις, είναι διαπιστωμένο, ότι η φοροδιαφυγή φέρει το μεγαλύτερο βάρος της κακοδαιμονίας των δημόσιων οικονομικών της χώρας, αφού από πολλούς θεωρείται ότι ανέρχεται σε ποσοστό 30%, ή και περισσότερο, του Α.Ε.Π. της Ελλάδος.

Έτσι, στα πλαίσια της προσπάθειας που γίνεται πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα την περίοδο αυτή της μείζονος κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία, θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις, σχετικά με τα προτεινόμενα κατά καιρούς μέτρα και κυρίως με τα προσφάτως μελετώμενα από πλευράς Διοικήσεως του Υπ. Οικονομικών μέτρα για την καταπολέμηση της φοβερής αυτής μάστιγας της φοροδιαφυγής που βασανίζει αφόρητα τη χώρα και ταυτόχρονα υποσκάπτει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, στα πλαίσια του σημειώματος αυτού, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν διεξοδικώς τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά δύσκολου και πολύπλοκου αυτού φαινομένου. Για τον λόγο αυτό θα προσπαθήσουμε να τονίσουμε επιγραμματικά τα ενδεικνυόμενα μέτρα με γνώμονα τη βελτίωση, κατά το δυνατόν, της υφιστάμενης φορολογικής κατάστασης.

α. Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης – Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (πόθεν έσχες)

Όπως είναι γνωστό τα τεκμήρια αυτά έχουν καθιερωθεί, ως επικουρικός τρόπος εξεύρεσης του εισοδήματος, εδώ και πολλά χρόνια και λειτούργησαν κατά καιρούς με διάφορες παραλλαγές, άλλοτε προς το αυστηρότερο και άλλοτε προς το ολιγότερο αυστηρό. Πάντως καθ’ όλη τη διαδρομή της λειτουργίας των τεκμηρίων αυτών, μέχρι και σήμερα δεν μπορεί να πει κανείς ότι απέδωσαν τα προσδοκώμενα δημοσιονομικά οφέλη. Τούτο δε οφείλεται, κατά την άποψή μας, στην πλημμελή και μη συστηματική εφαρμογή του συμπληρωματικού και ταυτόχρονα σημαντικού αυτού τρόπου προσδιορισμού του εισοδήματος των φορολογούμενων.

Στα παλαιότερα βέβαια χρόνια, που ήταν άγνωστα τα σημερινά ηλεκτρονικά μέσα υπήρχε μία δικαιολογία για τη δυσχέρεια εφαρμογής των τεκμηρίων. Σήμερα όμως είναι καθόλα δυνατή η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του συστήματος των τεκμηρίων. Προς τούτο όμως απαιτείται αφενός μεν η συστηματική και μεθοδευμένη οργάνωση του όλου συστήματος και αφετέρου η συνεχής και λειτουργική εφαρμογή των τεκμηρίων στη φοροελεγκτική πρακτική.

Έτσι, καθόσον αφορά την οργανωτική πλευρά των τεκμηρίων, επισημαίνουμε ότι η μελετώμενη από πλευράς διοικήσεως του Υπ. Οικονομικών αναμόρφωση του συστήματος των τεκμηρίων και η καθιέρωση αυτών ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα «πόθεν έσχες» κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, με την προϋπόθεση όμως ότι, όσο καλό και σωστά μελετημένο κι αν είναι το σύστημα αυτό, θα πρέπει να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό. Αυτό βέβαια θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την συστηματική και μεθοδική εφαρμογή του στην πράξη. Ήδη, όπως προελέχθη, σήμερα υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία των ηλεκτρονικών μέσων με τα οποία θα πρέπει επί συνεχούς βάσεως να γίνονται διασταυρώσεις για τη διακρίβωση της ειλικρίνειας και ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων των υποχρέων. Παράλληλα θα πρέπει να γίνονται, έστω και δειγματοληπτικοί πραγματικοί έλεγχοι στα δηλούμενα περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι κυρίως τα ακίνητα. Ειδικά καθόσον αφορά τα τελευταία, σκόπιμο κρίνεται όπως, πριν από την εφαρμογή σε ισχύ του νέου φορολογικού νόμου, γίνει, δια των μέσων ενημέρωσης, γενική έκκληση στους φορολογούμενους να δηλώσουν στο έντυπο Ε9, ή στο τυχόν καθιερωθησόμενο νέο έντυπο, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα χάριτος (χωρίς προσαυξήσεις και πρόστιμα) τα τυχόν μη δηλωθέντα ή ανακριβώς δηλωθέντα ακίνητά τους, με την σχετική επισήμανση ότι θα επακολουθήσουν απογραφικοί έλεγχοι. Φυσικά τέτοιες επισημάνσεις δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σκόπιμο κρίνεται να γίνονται κατά την περίοδο υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, για όλα τα εισοδήματα των φορολογούμενων.

β. Αντικειμενικός προσδιορισμός του εισοδήματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ένας από τους σοβαρότερους παράγοντες που ευνοούν την φοροδιαφυγή είναι αυτή καθεαυτή η διάρθρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, η ύπαρξη δηλαδή ενός πολύ μεγάλου αριθμού μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Έτσι η διάσπαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, αφενός μεν κατακερματίζει τα φορολογητέα εισοδήματα σε μικρά και πολύ μικρά τοιαύτα, τα οποία κρινόμενα ως σύνολο θα απέδιδαν μεγαλύτερους φόρους, αφετέρου δε δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη διεξαγωγή του ελέγχου και την παρακολούθηση εν γένει μεγάλου αριθμού μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.



Για την αντιμετώπιση του θέματος αυτού κρίνεται επιβεβλημένη η μελέτη για την καθιέρωση ενός γενικευμένου συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού του εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών. Η μεθόδευση αυτή μπορεί να ακολουθήσει το πρότυπο του εφαρμοζόμενου σήμερα στη χώρα μας προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος ορισμένων μικρών επιτηδευματιών, όπως είναι οι εκμεταλλευτές των επιβατικών Δ.Χ. και φορτηγών Δ.Χ. αυτοκινήτων, οι ασχολούμενοι με την ενοικίαση επιπλωμένων δωματίων, οι μικρέμποροι των λαϊκών αγορών κ.λπ. (σχετ. άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε.). Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και για ορισμένους ελεύθερους επαγγελματίες (γιατρούς, δικηγόρους, φοροτέχνες κ.λπ.) κατά το πρότυπο του ισχύσαντος και στο παρελθόν άρθρου 51 του Κ.Φ.Ε.



Επισημαίνεται, ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, όσον αφορά τις φορολογικές τους υποχρεώσεις (τήρηση βιβλίων, έκδοση στοιχείων κ.λπ.) και για το λόγο αυτό θα πρέπει, εφόσον τελικά θεσπιστεί ειδικό καθεστώς μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, το σύστημα αυτό να εναρμονιστεί με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 39 Κώδικα Φ.Π.Α., που αναφέρεται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων.



Επίσης επισημαίνεται ότι, κατά τη γνώμη μας, ο προσδιορισμός του τεκμαρτού εισοδήματος των εν λόγω επιχειρήσεων και επαγγελμάτων, πρέπει να γίνεται μετά από προηγούμενες διαβουλεύσεις με τις οικείες επαγγελματικές οργανώσεις των υποχρέων. Επίσης, για λόγους αποφυγής δικαστικών αμφισβητήσεων, σκόπιμο κρίνεται όπως η εφαρμογή του συστήματος αυτού είναι προαιρετική, χωρίς καθιέρωση αμάχητων τεκμηρίων και να ισχύει υποχρεωτικά για ορισμένα οικονομικά έτη, μετά την ισχύ των οποίων να παρέχεται δικαίωμα παράτασης ισχύος του μέτρου. Εξυπακούεται ότι οι μη αποδεχόμενοι την ένταξή τους στο σύστημα αυτό θα υπόκεινται σε συνοπτικό τακτικό έλεγχο.



Η επιτυχία του συστήματος αυτού, που αν θυμάμαι καλά εφαρμοζόταν παλαιότερα στη Γαλλία, ειδικά για τον Φ.Π.Α., θα μπορούσε να απελευθερώσει σημαντικό ελεγκτικό δυναμικό, το οποίο, θα μπορεί να ασχολείται συστηματικά με τον έλεγχο των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων .



γ. Προληπτικοί και κατασταλτικοί έλεγχοι



Οι προληπτικοί έλεγχοι λειτουργούσαν πάντοτε αποτελεσματικά, διότι αφενός μεν προλαμβάνουν την τέλεση βαρύτερων φορολογικών παραβάσεων με τις εκ τούτων συνέπειες, αφετέρου δε διότι συμβάλλουν τα μέγιστα στην εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών και της φορολογικής τάξεως εν γένει.



Προς τούτο, οι εν λόγω προληπτικοί έλεγχοι θα πρέπει να γίνονται από συστηματικά οργανωμένα ειδικά ελεγκτικά όργανα, όπως αυτά που λειτούργησαν στο απώτερο παρελθόν (ειδικό συνεργείο Κ.Β.Σ., ΥΠΕΔΑ) αλλά και τα τελευταία χρόνια (ΣΔΟΕ, ΥΕΕ). Φυσικά οι εκάστοτε ονομασίες των οργάνων αυτών μικρή σημασία έχουν, ενώ αυτό που προέχει είναι η σωστή οργάνωση και λειτουργία τους και κυρίως η αποτελεσματικότητά τους. Θα λέγαμε εμφαντικά, ότι εδώ ταιριάζει η γνωστή κινέζικη παροιμία «μαύρη γάτα, άσπρη γάτα, αρκεί να τρώει ποντίκια».



Πάντως, επειδή στις σκέψεις που επικρατούν τελευταία σχετικά με τις υπηρεσίες του εν λόγω προληπτικού ελέγχου, αναφέρεται και η ιδέα της συγκρότησης ειδικής ελεγκτικής υπηρεσίας αστυνομικής φύσεως, κατά το πρότυπο της γνωστής αμερικάνικης Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων (Inland Revenue Service – IRS), που θα είναι αρμόδια για τον έλεγχο του οικονομικού εγκλήματος εν γένει, θα πρέπει να πούμε ότι η ιδέα αυτή, που είχε άλλωστε ριφθεί και στο παρελθόν, πρέπει να τύχει ιδιαίτερης μελέτης, τόσο όσον αφορά τη δομή και τη λειτουργία της, όσο και αναφορικά με τα στελέχη και το προσωπικό που θα την επανδρώσουν.



Πάντως, επισημαίνουμε ότι ο προληπτικός έλεγχος από τα όργανα αυτά θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν στα διακινούμενα αγαθά με όλα τα μεταφορικά μέσα επί εικοσιτετραώρου βάσεως, αφετέρου δε έξω και μέσα από τα καταστήματα των επιχειρήσεων και επαγγελματιών, τις εργάσιμες ώρες. Οι τελευταίοι αυτοί έλεγχοι στις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες θα πρέπει να αναφέρονται τόσο στην εξακρίβωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, όσο και στον διαγνωστικό έλεγχο στο λογιστήριο ή το γραφείο τους, για τη διαπίστωση της ορθής τήρησης των βιβλίων και στοιχείων τους, καθώς και στον έλεγχο της ορθής εκπλήρωσης των πάσης φύσεως φορολογικών τους υποχρεώσεων (π.χ. απόδοση Φ.Π.Α., Φ.Μ.Α. κ.λπ.). Μάλιστα, για την περαιτέρω διασφάλιση της έκδοσης των οικείων φορολογικών στοιχείων από τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, σκόπιμο κρίνεται να θεσμοθετηθούν (όπως ίσχυσε και παλαιότερα) μικρά πρόστιμα σε βάρος των ιδιωτών που καταλαμβάνονται να μην έχουν εφοδιασθεί με απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, για αγορασθέντα εμπορεύματα ή και για ληφθείσες από αυτούς υπηρεσίες.



Ειδικά καθόσον αφορά το πολυσυζητούμενο θέμα των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών, φρονούμε ότι η έκπτωση των δαπανών με βάση τις αποδείξεις αυτές δεν είναι σκόπιμο να συνδυαστεί με το αφορολόγητο όριο των μισθωτών – συνταξιούχων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Κατά τη γνώμη μας η Διοίκηση του Υπ. Οικονομικών πρέπει να εντοπίσει και να εντείνει τις προσπάθειές της στην έκδοση αποδείξεων από τις ευαίσθητες, από πλευράς φοροδιαφυγής, ομάδες των φορολογουμένων, όπως ο κατασκευαστικός τομέας (εργολάβοι τεχνικών έργων, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί κ.λπ.), τα κέντρα διασκέδασης και αναψυχής εν γένει, τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, τα γυμναστήρια, τα ινστιτούτα καλλονής, τα κομμωτήρια κ.λπ. και φυσικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί κ.λπ.).



Ο έλεγχος των ως άνω ευαίσθητων ομάδων φορολογούμενων μπορεί να γίνεται όχι μόνο με το γνωστό κίνητρο της έκπτωσης των δαπανών από τους φορολογούμενους, το οποίο άλλωστε ισχύει σε κάποιο βαθμό και σήμερα [άρθρο 8 § 1 (ζ΄ και η΄) του Κ.Φ.Ε.], αλλά και με άλλους μεθοδευμένους και αποτελεσματικούς τρόπους.



Διαφορετικά, όλα τα φημολογούμενα σενάρια σχετικά με τις αποδείξεις φρονούμε ότι θα δημιουργήσουν ένα τεράστιο και εν πολλοίς ανεφάρμοστο και εξαιρετικά γραφειοκρατικό σύστημα τόσο για τους φορολογούμενους όσο και για τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, είναι ενδεχόμενο να μην μπορούν να προβαίνουν στις αναγκαίες επαληθεύσεις.



Οι κατασταλτικοί έλεγχοι, δηλαδή οι προσωρινοί και τακτικοί έλεγχοι των επιχειρήσεων πρέπει να περιορίζονται, κυρίως στις μεσαίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, εκτός βέβαια αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τον έλεγχο και μικρότερων επιχειρήσεων, οι οποίες, κατ’ εξαίρεση των προεκτεθέντων, δεν θα υπόκεινται σε τακτικό φορολογικό έλεγχο, επειδή, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πρότασή μας, θα φορολογούνται με αντικειμενικό τρόπο.



Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι και ο έλεγχος των μέσης κατηγορίας επιχειρήσεων μπορεί να απλουστευθεί κατά το δυνατόν με ορισμένες διαδικασίες γρήγορης περαίωσης ενός μικρού ή και μεγάλου αριθμού υποθέσεων της κατηγορίας αυτής. Η περαίωση αυτή μπορεί να γίνεται είτε κατά την παραλαβή των φορολογικών δηλώσεων από συνεργεία έμπειρων ελεγκτών οριζόμενων από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ., είτε και αμέσως μετά την παραλαβή των δηλώσεων. Στα πλαίσια της περαίωσης αυτής πρέπει να γίνεται χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επεξεργασίας των δηλώσεων με τη βοήθεια επιλεγμένων κριτηρίων (point system), όπως ο συντελεστής μικτού και καθαρού κέρδους, ο συντελεστής δαπανών κ.λπ.



Οι υπόλοιπες υποθέσεις των μέσης κατηγορίας επιχειρήσεων ή και μικρών ακόμα επιχειρήσεων, για τις οποίες θα κρίνεται απαραίτητος ο τακτικός έλεγχος, θα παραπέμπονται ανάλογα με το μέγεθος και τα ελεγκτικολογιστικά τους δεδομένα στον τακτικό έλεγχο είτε από επιλεγμένους ελεγκτές των Δ.Ο.Υ., είτε από τα κατά τόπους ελεγκτικά κέντρα μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις.



Και εδώ, θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε ότι κατά τον έλεγχο τόσο των μεσαίων επιχειρήσεων, όσο και των μεγάλων αλλά και των πολύ μεγάλων ακόμη επιχειρήσεων, μπορεί να γίνεται ένας πρώτος διαχωρισμός, με τη βοήθεια πάντα των ηλεκτρονικών μέσων και του point system, σε εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν καλό ιστορικό και ταυτόχρονα, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα και μπορούν επομένως να περαιώνονται συνοπτικά και σε εκείνες που πρέπει να τύχουν ενδελεχούς φορολογικού ελέγχου.



δ. Διασταύρωση στοιχείων – ανταλλαγή πληροφοριών



Και τα δύο αυτά μέσα επικουρούμενα με τα σύγχρονα προηγμένα ηλεκτρονικά μέσα, εφαρμοζόμενα μεθοδικά και συστηματικά, μπορεί να δώσουν πολύτιμους καρπούς στον τομέα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, σε όλους τους τομείς της φορολογίας (άμεση, έμμεση φορολογία, φορολογία κεφαλαίου κ.λπ.).



Ειδικότερα τα μέσα αυτά, ήτοι τόσο η διασταύρωση στοιχείων, όσο και η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να καλύπτουν όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα, ήτοι των δημόσιων υπηρεσιών και των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, ακόμα δε και ιδιωτικών κερδοσκοπικών ή μη επιχειρήσεων, εφόσον οι συναλλαγές τους εμπλέκονται στο κύκλωμα των εμπορικών – επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.



Έτσι, με την ευρύτατη αυτή διασταύρωση στοιχείων και ανταλλαγή πληροφοριών και με τη χρήση, κατά το δυνατόν on line ηλεκτρονικών συνδέσεων, πρέπει να παρέχεται πληροφόρηση σε όλα τα θέματα φορολογικού ενδιαφέροντος.



Ενδεικτικά σημειώνουμε εν προκειμένω την ενημέρωση των φορολογικών αρχών που πρέπει να γίνεται από τα γραφεία σχεδίων πόλεως σχετικά με τις εκδιδόμενες οικοδομικές άδειες, από τους συμβολαιογραφικούς συλλόγους για τα συντασσόμενα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων, δωρεών, γονικών παροχών κ.λπ., από τις αγορανομικές υπηρεσίες, για τις διαπιστούμενες αγορανομικές παραβάσεις, από τις Τελωνειακές Αρχές, για διαπιστούμενες φορολογικές παραβάσεις, από τα ασφαλιστικά ταμεία (ΙΚΑ κ.λπ.) και την επιθεώρηση εργασίας για τα φορολογικού ενδιαφέροντος εργασιακά θέματα, ακόμα δε και από τις υπηρεσίες Τροχαίας για τις διαπιστώσεις φορολογικών παραβάσεων όπως π.χ. η ύπαρξη σημάτων τελών κυκλοφορίας στα διάφορα οχήματα κ.λπ.



Εξυπακούεται φυσικά ότι οι παρεχόμενες από τα εν λόγω μέσα φορολογικές πληροφορίες πρέπει να συγκεντρώνονται και να αξιολογούνται σε κάποια ορισμένη υπηρεσία του Υπ. Οικονομικών, όπως π.χ. η μηχανογραφική υπηρεσία, όπου αφού γίνεται η σχετική επεξεργασία να προωθούνται τα φορολογικού ενδιαφέροντος στοιχεία στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τα περαιτέρω.



ε. Κατάργηση – Αναμόρφωση Κ.Β.Σ.



Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. – Π.Δ. 186/92), όπως ισχύει σήμερα, αποτελεί την τελευταία μορφή ενός ξεχωριστού φορονομοθετικού κειμένου, που ίσχυσε στη χώρα μας με διάφορες παραλλαγές από το έτος 1952 με την ονομασία Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων (Κ.Φ.Σ.). Ο Κώδικας αυτός, είναι γεγονός ότι στα πολλά χρόνια εφαρμογής του προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες και σημαντικά οφέλη στην εύρυθμη λειτουργία της φορολογικής τάξης και ειδικότερα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην εδραίωση της φορολογικής συνείδησης των συναλλασσόμενων πολιτών. Ακόμα πιστεύουμε ότι η επί σειρά τόσων ετών εφαρμογή των ρυθμιστικών του διατάξεων συνέβαλε αποφασιστικά στη λογιστηριακή οργάνωση των επιχειρήσεων και στη βελτίωση των ιδιωτικοοικονομικών εφαρμογών, συνακόλουθα δε συνέβαλε αποτελεσματικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.



Όμως, η επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αυστηρή και τυπολατρική εφαρμογή του Κώδικα αυτού, παρ’ όλες τις κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις, έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη σημερινή προηγμένη ηλεκτρονική λειτουργία της αγοράς και των συναλλαγών εν γένει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποτελεί τροχοπέδη στη ραγδαία εξέλιξη των συνεχώς μεταβαλλόμενων και αναπτυσσόμενων συναλλαγών. Έτσι μάλιστα, από πολλούς θεωρείται ότι ο Κ.Β.Σ. με τη σημερινή του μορφή δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες συναλλακτικές δραστηριότητες και εν πολλοίς αποτελεί σημαντικό εμπόδιο και αντικίνητρο στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και ως εκ τούτου θα πρέπει να καταργηθεί.



Εντούτοις, κάτω από τις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες, θα ήταν άκρως επικίνδυνο να αφεθεί έξαφνα εντελώς ανεξέλεγκτη η αγορά και η επιχειρηματική δραστηριότητα. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να μελετηθεί, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΟΙΚ, συνεπικουρούμενες πιθανόν από ειδικούς επιστήμονες και εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων, η εκ βάθρων κατάργηση του υφιστάμενου κειμένου του Κ.Β.Σ. και η κατάρτιση ενός προσαρμοσμένου στη σημερινή πραγματικότητα νέου κειμένου με εντελώς πλαισιακές ρυθμιστικές διατάξεις, που θα εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις ισχύουσες διατάξεις του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.). Μάλιστα οι νέες διατάξεις τήρησης των βιβλίων και έκδοσης των στοιχείων, μπορεί να μην περιληφθούν σε ένα ενιαίο κείμενο, όπως το σημερινό σχήμα του Κ.Β.Σ., αλλά να ενταχθούν οι σχετικές διατάξεις στα κείμενα των βασικών φορολογικών κωδίκων (Κ.Φ.Ε., Κώδικα Φ.Π.Α.) και με αντίστοιχες παραπομπές στις διατάξεις αυτές από τους νόμους των λοιπών φορολογιών. Από ότι γνωρίζουμε το σύστημα αυτό εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες.



2.2. Καταπολέμηση της φοροαποφυγής



Η φοροαποφυγή (tax avoidance) μπορεί να λειτουργεί με νόμιμες ή νομιμοφανείς μορφές, εντούτοις όμως δημιουργεί σημαντικά προβλήματα αποφυγής των φόρων και ταυτόχρονα στέρησης μεγάλων δημοσιονομικών εσόδων. Μάλιστα, όπως είναι γνωστό η φοροαποφυγή λειτουργεί τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο και ως εκ τούτου η τελευταία αυτή λειτουργία του στο διεθνές επίπεδο δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στον διεθνικό ανταγωνισμό.



Όπως τονίσαμε και ανωτέρω, λόγω του εξαιρετικά επιτηδευμένου και επιστημονικού θα λέγαμε τρόπου εκδήλωσης της φοροαποφυγής σε όλα τα επίπεδα, είναι αρκετά δυσχερής η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού. Εντούτοις, τόσο σε εθνικό όσο και σε πολυεθνικό επίπεδο καταβάλλονται αξιόλογες προσπάθειες για τον περιορισμό της φοροαποφυγής. Έτσι:



α. Σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να αναφερθούν:



• Οι διατάξεις του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. (Κ.Ν. 2238/1994) περί υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων, καθώς και του πρόσφατου νέου άρθρου 39α΄ του ίδιου Κώδικα, περί τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, σε συνδυασμό με αυτές της παραγράφου 10 του άρθρου 105 του Κώδικα αυτού.



Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές, που είναι απότοκες των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 9 του μοντέλου του ΟΟΣΑ (OECD MODEL) και κατ’ επέκταση των αντίστοιχων ρυθμίσεων που έχουν περιληφθεί στις διμερείς συμβάσεις περί αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, αποσκοπούν στον περιορισμό της μεταφοράς εισοδημάτων μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων εσωτερικού και εξωτερικού που εκδηλώνεται συνήθως με υπερτιμολογήσεις ή υποτιμολογήσεις (transfer pricing policy).



• Οι διατάξεις των περιπτώσεων ι΄ και ιη΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. που αναφέρονται στους όρους και προϋποθέσεις αναγνώρισης αφενός μεν της παραχώρησης δικαιωμάτων (royalties) (δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, know how κ.λπ.), μεταξύ εθνικών και συνδεδεμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων (Associated Enterprises), αφετέρου δε στους όρους και τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των εξόδων διοικητικής υποστήριξης (management fees), τόσο μεταξύ εθνικών όσο και μεταξύ συνδεδεμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων.



• Οι διατάξεις των άρθρων 15 έως 18 του Ν. 3091/2002, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, που αναφέρονται σε ορισμένες ρυθμίσεις για τις εξωχώριες εταιρείες (offshore companies). Ως εξωχώριες νοούνται, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης στ΄, της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., οι εταιρείες αυτές που έχουν την έδρα τους σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της οποίας δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνουν ιδιαίτερα ευνοϊκής μεταχείρισης.



Με τις προαναφερθείσες διατάξεις έγινε, από πλευράς της εθνικής μας νομοθεσίας, προσπάθεια περιορισμού της φοροαποφυγής που γίνεται από Έλληνες φορολογούμενους που συναλλάσσονται με εξωχώριες εταιρείες, απολαμβάνοντας του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των τελευταίων.



Ειδικότερα, με τις εν λόγω περιοριστικές διατάξεις αφενός μεν και κυρίως θεσπίστηκε ετήσιος ειδικός φόρος 3% στην αξία των ακινήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες, αφετέρου δε τέθηκαν ορισμένοι περιορισμοί στη διενέργεια των αποσβέσεων (μη αναγνώριση της σχετικής έκπτωσης) των πάγιων περιουσιακών στοιχείων που αγοράζονται από εξωχώριες εταιρείες και επίσης άλλοι περιορισμοί που αναφέρονται στην μη έκπτωση των δαπανών που πραγματοποιεί μια ελληνική επιχείρηση για αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από εξωχώριες εταιρείες.



β. Σε πολυεθνικό επίπεδο, μπορούν να μνημονευθούν οι ακόλουθες κυρίως ρυθμίσεις:



• Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 9 του Μοντέλου του ΟΟΣΑ (OECD MODEL), που αποβλέπουν στον περιορισμό της μεταφοράς εισοδημάτων (transfer pricing policy) μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (associated enterprises) διαφορετικών κρατών-μελών.



• Οι διατάξεις της από 23/7/2009 Σύμβασης μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), που αφορά τον καθορισμό ειδικής διαδικασίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας μεταξύ συνδεδεμένων μελών. Η σύμβαση μάλιστα αυτή έχει κυρωθεί με τον εθνικό Ν. 2216/1994.



• Οι διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας 2002/94, με την οποία καθορίζεται η αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων μεταξύ των κρατών – μελών. Οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής έχουν προσαρμοστεί στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 3052/2002 και τη σχετική Απόφαση του Υπ. Οικονομικών Τ. 3383/243/Α0019/22-7-2003.



• Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο έγγραφο του ΟΟΣΑ με στοιχεία DAFFE/CFA/FHP (2000 REV 1 CONF), με το οποίο κοινοποιήθηκε στα Κράτη που έχουν χαρακτηριστεί ως φορολογικοί παράδεισοι. Οι ρυθμίσεις αυτές μαζί με την εν λόγω σχετική λίστα του ΟΟΣΑ έχουν περιληφθεί στην υπ’ αριθ. πρωτ. 1021764/10217/Β0012/Πολ. 1041/5-3-2003 εγκύκλιο διαταγή και στην υπ’ αριθ. 1108437/2565/ΔΟΣ/15-11-2005 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.



Τέλος, επισημαίνεται ότι επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η φοροαποφυγή κατά κύριο λόγο ακολουθεί και εκμεταλλεύεται τα νομοθετικά κενά και τις αβλεψίες των φορολογικών νομοθετών, θα πρέπει αφενός μεν να καταβάλλεται ενδελεχής προσπάθεια για την κατά το δυνατό αποφυγή σοβαρών τουλάχιστο νομοθετικών κενών κατά την κατάρτιση των φορολογικών νομοσχεδίων, αφετέρου δε, οσάκις διαπιστώνονται τέτοια κενά και αβλεψίες, να καλύπτονται άμεσα, να κλείνονται δηλαδή οι λεγόμενες φορολογικές «τρύπες».



3. Τελειώνοντας στη σημείο αυτό τις επισημάνσεις, παρατηρήσεις και τα σχόλιά μας για τα δύο βασικά δημοσιονομικά προβλήματα της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, θεωρούμε απαραίτητο να τονίσουμε ότι όλες οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και ειδικότερα για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα προτεινόμενα πιο πάνω μέτρα προς όφελος της δημόσιας οικονομίας, θα πρέπει να εφαρμόζονται μεθοδικά και σταθερά. Διαφορετικά η πλημμελής ή και αμελής εφαρμογή τους δεν θα αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, όπως άλλωστε συνέβαινε και κατά το παρελθόν και επί πλέον θα διογκώσει τα φαινόμενα της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και θα στρεβλώσει περαιτέρω την φορολογική συνείδησης των πολιτών.



4. Λοιπά μέτρα εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών



Όπως είναι γνωστό, πέραν από τα εκτεθέντα πιο πάνω μέτρα κατά της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, μελετώνται και άλλα μέτρα εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, με κυριότερα φυσικά τα μέτρα που στοχεύουν στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Τα σημαντικότερα από τα μέτρα αυτά μνημονεύονται παρακάτω:



• Αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας



Όπως είναι γνωστό η διαδικασία αυτή ακολουθείται συνήθως, διεθνώς θα λέγαμε, τόσο για τη διόρθωση των δημοσιονομικών εσόδων, όσο και για την άσκηση κοινωνικοοικονομικής πολιτικής. Η τελευταία αυτή λειτουργία τονίζεται ιδιαίτερα, διότι η διαδικασία αναμόρφωσης της φορολογικής κλίμακας μέσω των φορολογικών κλιμακίων και συντελεστών προσκρούει συνήθως στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της διαπίστωσης του μεγάλου ή μικρού αριθμού των φορολογούμενων και του μεγάλου ή μικρού ύψους του εισοδήματος που δηλώνεται από αυτούς.



Εντούτοις, με τα υπάρχοντα σήμερα στη διάθεση της Διοικήσεως του Υπ. Οικονομικών μηχανογραφικά μέσα, είναι εύκολη η διαπίστωση της απόδοσης των επιχειρούμενων κάθε φορά μεταβολών στα κλιμάκια και τους συντελεστές του φόρου. Όμως και πάλι δεν επέρχεται η λύση της οικονομικής και κοινωνικής διάστασης του προβλήματος της επιχειρούμενης κάθε φορά αναμόρφωσης της φορολογικής κλίμακας, αφού από τα υφιστάμενα και δημοσιευθέντα ήδη πρόσφατα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ προκύπτουν απογοητευτικά νούμερα φόρων που αποδίδουν στο Δημόσιο διάφορες μεγάλες κατηγορίες φορολογούμενων, εκτός βέβαια από τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους που φέρονται ως οι καλλίτεροι φορολογούμενοι.



Επομένως, όσο προσεκτικές κινήσεις κι αν γίνουν από πλευράς των αρμοδίων του ΥΠΟΙΚ στον τομέα αυτό της αναμόρφωσης δηλαδή της φορολογικής κλίμακας, είναι δύσκολο, κατά τη γνώμη μας, να φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα της απολύτως δημοσιονομικής απόδοσης αφενός και της ορθής κατανομής των φορολογικών βαρών αφετέρου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να καταβάλλεται επί μονίμου βάσεως μεγάλη και μεθοδική προσπάθεια για την επισήμανση των φορολογούμενων εκείνων που δεν πληρώνουν στο Δημόσιο τους οφειλόμενους φόρους.



• Κατάργηση της αυτοτελούς φορολογίας



Το μελετώμενο αυτό μέτρο φρονούμε ότι θα είναι αρκετά αποτελεσματικό από πλευράς αύξησης των δημοσιονομικών εσόδων. Τούτο δε διότι η προσθήκη των αυτοτελώς φορολογούμενων σήμερα εισοδημάτων στα φορολογητέα εισοδήματα (μερισμάτων, αμοιβών Δ.Σ. Ανωνύμων Εταιρειών, επιδομάτων κ.λπ.), είναι βέβαιο ότι θα επαυξήσει σημαντικά τα έσοδα του Δημοσίου από το φόρο εισοδήματος. Και εδώ όμως είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν προβλήματα κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων. Δεν πρόκειται φυσικά για τα μεγάλα ή και πολύ μεγάλα εισοδήματα που αποκτούν ορισμένοι προνομιούχοι εισοδηματίες, αλλά για μικρά εισοδήματα που αποκτούν ορισμένοι μικροί εισοδηματίες από τις προαναφερθείσες πηγές, που θα πληγούν ιδιαίτερα από το σχεδιαζόμενο μέτρο. Έτσι π.χ. μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα τις συνέπειες που θα προκύψουν για έναν μικρόμισθο υπάλληλο που έχει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες της τάξεως των 20 χιλιάδων ευρώ, αν στο εισόδημά τους αυτό προστεθεί και ένα μικρό εισόδημα από μερίσματα της τάξεως άλλων 20 χιλιάδων ευρώ.



Για το λόγο αυτό και στην ειλημμένη αυτή απόφαση της Διοικήσεως του ΥΠΟΙΚ, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή.



• Κατάργηση απαλλαγών



Και το μελετώμενο αυτό μέτρο ενίσχυσης των εσόδων του Δημοσίου θα είναι αποτελεσματικό, στο μέτρο φυσικά που θα είναι ευρεία η κατάργηση των εν λόγω φορολογικών απαλλαγών. Κι εδώ φυσικά θα πρέπει να γίνει μια ορθολογική επιλογή της κατάργησης των απαλλαγών, διότι υπάρχουν και περιπτώσεις αμιγώς κοινωνικών απαλλαγών που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα.



• Αύξηση – αναμόρφωση των συντελεστών του Φ.Π.Α.



Το σενάριο αυτό θα πρέπει, φρονούμε, να μελετηθεί ιδιαίτερα. Τούτο δε διότι σε περίπτωση κυρίως αύξησης των συντελεστών αυτών, για την ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί τόσο το γνωστό θέμα της δημιουργίας ενός περαιτέρω κινήτρου αύξησης της φοροδιαφυγής, αλλά και το θέμα της επιβάρυνσης του τιμαρίθμου, δεδομένου ότι ο Φ.Π.Α. πλήττει την τελική κατανάλωση.



Εδώ υπενθυμίζεται, ότι κατά την πρώτη εφαρμογή του Φ.Π.Α. το έτος 1987, είχε συσταθεί Ειδική Επιτροπή Οικονομικών Επιπτώσεων από την εφαρμογή του Φ.Π.Α. Η Επιτροπή αυτή στην οποία συμμετείχε και ο γράφων, με πρωτοπόρο τον σημερινό Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας κ. Αχιλλέα Μητσό, προσδιόρισε με αρκετή ακρίβεια τις επιπτώσεις εφαρμογής του Φ.Π.Α. στον Τιμάριθμο.



5. Κατάργηση συγχώνευσης φόρων υπέρ τρίτων



Ο πολυδαίδαλος αυτός τομέας της παραφορολογίας θα λέγαμε, έχει απασχολήσει επανειλημμένα στο παρελθόν τη διοίκηση του ΥΠΟΙΚ. Σε πολύ παλαιές εκτιμήσεις είχε αναφερθεί ότι οι διάφοροι φόροι υπέρ τρίτων που λειτουργούσαν τότε υπερέβαιναν τους 350. Η βεβαίωση και η είσπραξη των φόρων αυτών ελέγχεται και αξιοποιείται από ισάριθμους φορείς, ήτοι αντίστοιχα ταμεία με διοικητικά συμβούλια και προσωπικό. Η σκέψη επομένως που επεκράτησε τουλάχιστον στις παλαιές προσπάθειες που έγιναν για την εξυγίανση των Ταμείων αυτών προσέκρουσε αφενός μεν στην εξεύρεση αντίστοιχων τουλάχιστο πόρων, σε περίπτωση διάλυσης ή συγχώνευσης ορισμένων εξ αυτών, αφετέρου δε στην οικονομική αποκατάσταση του προσωπικού των ταμείων αυτών.



Πάντως , όπως και να έχουν τα πράγματα, το θέμα των πολυάριθμων αυτών ταμείων που διαχειρίζονται δισεκατομμύρια φόρων υπέρ τρίτων, θα πρέπει να μελετηθεί εξ υπαρχής, τόσο για λόγους εξοικονόμησης δημοσιονομικών πόρων όσο και για λόγους ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που επιβαρύνονται ανισομερώς σε σχέση με τα εισαγόμενα από χώρες της Ε.Ε., αλλά και από τρίτες χώρες, οι οποίες δεν επιβαρύνουν τα εξαγόμενα προϊόντα τους με αντίστοιχους φόρους υπέρ τρίτων.



6. Φορολογία κεφαλαίου



Είναι ευνόητο φυσικά, ότι τα μέτρα που σχολιάστηκαν παραπάνω σχετικά κυρίως με τη φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή καλύπτουν όλο το φάσμα των φορολογικών αντικειμένων, ήτοι την άμεση φορολογία, την έμμεση φορολογία και κυρίως τον πολύπαθο Φ.Π.Α., αλλά και την φορολογία κεφαλαίου.



Εδώ, εκτός από τη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, όπου η διοίκηση του ΥΠΟΙΚ σκοπεύει να προβεί σε ορισμένες διαρρυθμίσεις, σημαντικότερες μεταβολές φαίνεται ότι μελετώνται στον πολύπαθο νόμο φόρου περιουσίας στα ακίνητα. Πέραν βέβαια της αλλαγής της ονομασίας του φόρου αυτού (από ΕΤΑΚ σε ΦΜΑΠ), πράγμα που δεν αξιολογείται κατά τη γνώμη μας, σημασία θα έχει η ουσιαστική μεταβολή του αφορολόγητου ορίου και ιδίως της κλιμάκωσης αυτού, η οποία πράγματι κρίνεται απαραίτητη.



7. Φορολογικά κίνητρα



Ο τομέας αυτός συμβαδίζει πάντοτε με τη φορολογία, με τη διαφορά ότι ο πρώτος αποβλέπει βασικά στην είσπραξη εσόδων, ενώ ο δεύτερος στην πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη, η οποία είναι και αυτή πρώτης προτεραιότητας στη σημερινή οικονομική συγκυρία.



Στα πλαίσια αυτής της εργασίας μας δεν θα θέλαμε να ασχοληθούμε με τα ουσιαστικά θέματα των φορολογικών κινήτρων. Απλώς επιθυμούμε να επισημάνουμε επιγραμματικά, ότι με την πρώτη ευκαιρία αναμόρφωσης των φορολογικών κινήτρων, θα πρέπει να γίνει μια εκκαθάριση των πολυάριθμων νόμων που ισχύουν στον τομέα αυτό και ταυτόχρονα να ενταχθούν αυτοί σε ένα νέο κωδικοποιημένο κείμενο. Στο κείμενο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε ξεχωριστά κεφάλαια οι διάφορες βασικές κατηγορίες κινήτρων όπως κίνητρα για τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών μονάδων, κίνητρα για τη διενέργεια μεγάλων επενδύσεων, κίνητρα για την εγκατάσταση στη χώρα μας αλλοδαπών επιχειρήσεων κ.λπ.



Περαιτέρω, σχετικά με το θέμα των φορολογικών κυρίως κινήτρων, θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα απαντώμενο στην πράξη πρόβλημα της ομαλής οικονομικής συμπόρευσης των εκάστοτε θεσπιζόμενων φορολογικών μέτρων με την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία των φορολογικών κινήτρων, αλλά και τανάπαλιν, δηλαδή της στοχευμένης λειτουργίας των κινήτρων αυτών, εις τρόπον ώστε να μην αντιστρατεύονται την ομαλή λειτουργία του φορολογικού συστήματος και κυρίως την κρίσιμη και οριακή πολλές φορές απόδοση των φόρων.



8. Εναρμόνιση των φορολογικών μέτρων με τα τρέχοντα συγκυριακά προβλήματα της πραγματικής οικονομίας



Στο ακροτελεύτιο αυτό κεφάλαιο, ας μας επιτραπεί, υπερβαίνοντας μάλιστα το ιδιαίτερο γνωστικό πεδίο μας, να επισημάνουμε ότι κάτω από τη σημερινή οικονομική συγκυρία είναι εξόχως απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εναρμόνιση των φορολογικών μέτρων που μελετώνται από τη Διοίκηση του ΥΠΟΙΚ με αυτά που προτείνονται για την ενίσχυση της αγοράς και την έξοδο της χώρας από την οικονομική ύφεση.



Προσωπικά πιστεύουμε ότι με τα υφιστάμενα πιεστικά δημοσιονομικά προβλήματα των υψηλών ελλειμμάτων και του μεγάλου δημόσιου χρέους, θα πρέπει να προταχθούν επειγόντως τα θέματα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και κυρίως αφενός μεν αυτό της εκλογίκευσης και περιστολής των περιττών και σπάταλων δαπανών, αφετέρου δε αυτό της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής – φοροαποφυγής σε συνδυασμό φυσικά με το επίσης σοβαρό θέμα της εισφοροδιαφυγής και να ακολουθήσει το θέμα της ανάταξης της οικονομίας, ή τουλάχιστο να εξεταστεί η εφαρμογή ενός μελετημένου συνδυασμού των δύο αυτών μέτρων.

1 σχόλιο:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *